- εξάστηλος
- -η, -ο1. αυτός που αποτελείται από έξι τυπογραφικές στήλες («εξάστηλο άρθρο»)2. το ουδ. ως ουσ. το εξάστηλοδημοσίευμα που καταλαμβάνει έξι στήλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + στήλη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγέλου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.